- συγγεωργέω
- συγγεωργ-έω,A to be a fellow-labourer. Is.9.18.2 trans., help to till,
χωρίον Eun.VS p.467
B., cf. PAmh.2.94.17 (iii A.D.), etc.; μετὰ τῶν συγγεωργουμένων αὐτῇ (sc. τῇ μηχανῇ)ἀρουρῶν PSI1.77.20
(vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.